- ὑπομέλας
- ὑπομέλᾱς, μέλαινα, μέλᾰν,A blackish, Hp.Epid.1.26.β, Gal.16.714, Aret.SD1.15.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπομέλας — αινα, αν / ὑπομέλας, αινα, αν, ΝΑ μαυρειδερός νεοελλ. φρ. «υπομέλας τόπος» ανατ. πυρήνας από χρωματιστά κύτταρα, ένας από κάθε πλευρά τής 4ης κοιλίας στο άνω τμήμα τής γέφυρας, με νευρομεταβιβαστή την νοραδρεναλίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μέλας… … Dictionary of Greek
λευκοπέλιος — λευκοπέλιος, ον (Α) ωχρόφαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + πελιός «υπομέλας, φαιός»] … Dictionary of Greek
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek